Quantcast
Channel: Για την απλή και ήσυχη ζωή συν πάσι τοις αγίοις...
Viewing all articles
Browse latest Browse all 1024

... θα μπορούσε να είμαι κι εγώ Αφγανός

$
0
0

Προφανώς κανείς μας δεν επιδίωξε να γεννηθεί στην Ελλάδα.Θα μπορούσε να μην είμαστε τόσο καλότυχοι και να είχαμε γεννηθεί σε κάποια φαβέλα του Ρίο, κάποια γειτονιά της Καμπούλ ή σε μια αχυροκαλύβα της Κένυα. Και να βρισκόμασταν τώρα στη μοίρα αυτών των συνανθρώπων μας  που ψάχνουν στον ήλιο μοίρα , κυνηγημένοι από Ταλιμπάν, από «έξυπνα» όπλα του ΝΑΤΟ, από μουλάδες και από δυτικούς «ανθρωπιστές» και «ιεραποστόλους»-εμπόρους οπίου, όπλων ή πετρελαίου.

Το ρεπορτάζ που ακολουθεί είναι από την «Ελλάς του 2000», την κατεχόμενη από τους ευρωφασίστες πατρίδα που παλεύει να μη χάσει την ανθρωπιά της και να ξαναβρεί τον εαυτό της, ξεκολλώντας από τα χρεώγραφα της υποτέλειας και τα ψευτοδιλήμματα των ευρωμονόδρομων.

Στα μάτια της εξάχρονης Νεγκάρ οι υποσχέσεις των γονιών της για καλύτερες μέρες μακριά από την πατρίδα κατέρρευσαν σαν τα χαρτόκουτα που χρησιμοποιούν για να προστατεύονται από την υγρασία. Με παιδική αθωότητα, η μικρή κοιτά τον φωτογραφικό φακό  και εξομολογείται: «Κάθε βράδυ αγκαλιάζω την αδερφή μου για να μην κρυώσει. Είναι μικρότερη και πρέπει να την προστατεύω». Η Νεγκάρ δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί δεν μπορεί να μείνει σε ένα σπίτι όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας της. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει γιατί οι συνάνθρωποί της που περνούν δίπλα τους στον σταθμό Λαρίσης κοιτούν αδιάφορα την τραγική κατάληξη της ίδιας και της οικογένειάς της. Κι εμείς προσπαθούμε να δεχτούμε πως, εκτός από τους χιλιάδες ενήλικες άστεγους που προσπαθούν να επιβιώσουν στα παγκάκια της Αθήνας, αθώες παιδικές ψυχές υποχρεώνονται να ζήσουν σε συνθήκες εξαθλίωσης χωρίς να φταίνε. Χωρίς να έχουν κάνει λάθος επιλογές. Απλά «πλη- ρώνουν» την κακή τους τύχη και τις συγκυρίες. Οι πρώτες ψιχάλες προκαλούν πανικό στους μικρούς ήρωες που ήρθαν από τις χώρες τους με ελάχιστα υπάρχοντα και πολλές ελπίδες. Με όνειρα για ένα καλύτερο μέλ- λον. Το οδοιπορικό στον σταθμό Λαρίσης, στην πλατεία Βικτωρίας, στον Αγιο Παντελεήμονα, στην πλατεία Αττικής και γύρω από την Ομόνοια αποτυπώνει την ανέχεια και την ανθρώπινη εξαθλίωση. Εκατοντάδες παιδιά κοιμούνται πάνω σε πεζοδρόμια, σε παγκάκια και σε κούτες. Είναι εκτεθειμένα στο κρύο και στις ασθένειες. Νηστικά, χωρίς ταυτότητα. Δεν έχουν νερό να πλυθούν, προσπαθούν να ξεχαστούν φτιάχνοντας φανταστικές ιστορίες. Ρωτούν τους γονείς τους γιατί δεν πάνε σχολείο. Γιατί δεν μπορούν να μορφωθούν. Και οι παιδικές ψυχές τους πολλές φορές δεν αντέχουν. Λυγίζουν και ξεσπούν. Οσο κι αν κλαίνε, όσο κι αν διαμαρτύρονται, η νύχτα θα τους βρει και πάλι στο ίδιο σημείο, στο καινούριο τους «σπίτι», ένα άτυπο γκέτο όπου η αξιοπρέπεια και ο ανθρωπισμός είναι έννοιες δυσεύρετες, όπως το φαγητό και η στέγη.

Ενα τηγάνι με πέντε ποτήρια είναι όλο τους το «νοικοκυριό». Στον καταυλισμό του σταθμού Λαρίσης οι περισσότεροι πρόσφυγες κατάγονται από το Αφγανιστάν που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση και μαστίζεται από τη βία και τη φτώχεια. Η προσέγγιση ήταν αρκετά δύσκολη καθώς πολλοί από αυτούς αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα και προβλήματα υγείας από τις κακουχίες που έχουν περάσει. Κατάλοιπα της δικής τους Οδύσσειας. Είναι απογοητευμένοι και πολλές φορές ξεσπούν σε όποιον τους πλησιάζει. Πρέπει να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους για να καταφέρεις να τους μιλήσεις. Στην καρδιά τους έχουν φωλιάσει ο φόβος και η ανασφάλεια. Ηρθαν στην Ελλάδα πριν από δύο μήνες. Το ταξίδι ήταν μια μάχη επιβίωσης. Την ημέρα κρύβονταν και τις νύχτες περπατούσαν ατελείωτες ώρες σε ανηφορικά δρομάκια μέσα από τα βουνά.

Πέρασαν από την Τουρκία στην Ελλάδα με ένα φουσκωτό. Οι δουλέμποροι τους «ξέβρασαν» στις ακτές της Μυτιλήνης. Εξαντλημένοι πέρασαν την πρώτη νύχτα στη νέα τους πατρίδα. Κοιμήθηκαν ήρεμοι δίπλα στο κύμα. Ηταν από τους τυχερούς που δεν έπεσαν στα χέρια της Αστυνομίας. Οι περισσότεροι συνοδοιπόροι τους κατέληξαν στο κέντρο κράτησης. Εκείνοι κατάφεραν να φτάσουν στην Αθήνα αλλά δεν γλίτωσαν από τις κακουχίες. Κατέθεσαν αιτήσεις για να κερδίσουν ένα κρεβάτι σε ξενώνα ή σε διαμερίσματα αλλά άκουσαν τη γνωστή πια δικαιολογία: «Υπάρχει λίστα αναμονής ...;». Στη χώρα μας μπορούν να φιλοξενηθούν 800 άνθρωποι, όταν οι αιτήσεις που γίνονται ετησίως ξεπερνούν τις 25.000. Και από αυτούς τους 800 «τυ- χερούς», θέση στο άσυλο θα πάρουν πρώτα οι ανάπηροι και οι πολύτεκνοι. Και διηγώντας τα να κλαις Η μικρή Νεγκάρ είναι έξι ετών και κατάγεται από το Αφγανιστάν. Ηρθε στην Ελλάδα πριν από έναν μήνα με την πενταμελή οικογένειά της για την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Από την ώρα που έφτασαν στην Αθήνα ζούνε μέσα στα στενά χαρτόκουτα και σκεπάζονται με παλιές κουβέρτες για να ζεσταθούν. Θέλει να γίνει δασκάλα αλλά δεν πάει σχολείο. Ονειρό της πια είναι να έχει ένα κρεβάτι για να κοιμάται τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Ο Μοχάμεντ έφυγε από το Αφγανιστάν μαζί με την οικογένειά του αναζητώντας ευνοϊκότερες συνθήκες διαβίωσης. Εκεί που ζούσε τα παιδιά ζουν καθημερινά με τον φόβο του θανάτου. Δεν παίζουν, δεν γελάνε, δεν πάνε σχολείο. Βοηθάνε τους γονείς τους στα χωράφια για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό. Κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα παλεύοντας με τα κύματα και τώρα αντιλαμβάνεται πως δεν έχει ούτε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. «Κάθε βράδυ αγκαλιάζω την αδερφή μου για να μην κρυώσει. Είναι μικρότε- ρη και πρέπει να την προστατεύω. Οι γονείς μας παίρνουν φαγητό από τα συσσίτια. Περιμένουμε στη λίστα αναμονής για ένα σπίτι ή έστω ένα κρεβάτι», εξηγεί η Νεγκάρ με αφοπλιστική παιδική αθωότητα. Η μικρότερη της παρέας είναι τεσσάρων ετών. Το μόνο που της είπαν οι γονείς της όταν έφυγαν από το σπίτι τους ήταν πως θα πάνε σε ένα πιο ωραίο και ειρηνικό μέρος. Κι ενώ είχε πλάσει στο μυαλό της την εικόνα να παίζει ξέ- γνοιαστη με τις κούκλες και τα άλλα παιδάκια σε κάποια παιδική χαρά, τώρα σκεπά- ζει το κορμάκι της με τις νωπές από την υγρασία κουβέρτες. «Είναι άνθρωποι απελπισμένοι, κυνηγημένοι και πεινασμένοι, ρακένδυτοι πτωχοπρόδρομοι, που το όνειρό τους συμπυκνώνεται σε ένα κομμάτι ψωμί. Ζουν ανάμεσά μας. Αυτό που κάποτε φάνταζε μακρινή εξωτική εικόνα δεν είναι πια μακριά από την Ομόνοια, την πλατεία Θεάτρου, τον σταθμό Λαρίσης και την Κουμουνδούρου.

Αυτή τη στιγμή στους ξενώνες μας ζούνε 70 άνθρωποι, ενώ καθημερινά περισσότεροι από 200 επισκέπτονται τον ξενώνα για φάρμακα και φαγητό. Η κατάσταση θα γίνει πιο τραγική τον χειμώνα. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από μια στέγη και τη βασική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη». Η περιγραφή του κ. Νικήτα Κανάκη, προέδρου των Γιατρών του Κόσμου, για τις εικόνες που είδαμε  είναι ένα καμπανάκι αφύπνισης. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να βοηθηθούν.

(από το χθεσινό Πρώτο Θέμα )


Viewing all articles
Browse latest Browse all 1024

Trending Articles